- οττεύομαι
- ὀττεύομαι (Α)1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.)2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.)3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι4. θεωρώ κάτι ως δυσοίωνο5. αποστρέφομαι με βδελυγμία κάτι, επειδή είναι δυσοίωνο («πάντα ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσσα / ὄττα «φήμη, προφητεία», πιθ. κατά το μαντεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.